- φαρσέρ
- ο άκλ. шутник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρσέρ — ο άκλ. (λ. γαλλ.), ο επιτήδειος να κάνει φάρσες σε βάρος άλλων: Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνα· το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από φαρσέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρσέρ — ο, η, Ν άκλ. αυτός που τού αρέσει να σκαρώνει φάρσες εις βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. farceur (< γαλλ. farce, βλ. λ. φάρσα)] … Dictionary of Greek